καλογιός

καλογιός
ο (Μ καλογιός)
ο αγαπητός γιος, το καλό παιδί
νεοελλ.
(σε προσφώνηση) καλογιέ μου
καλό μου παιδί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… …   Dictionary of Greek

  • Αρμούρη, Του — Τίτλος επικού ποιήματος που ανήκει στον ακριτικό κύκλο. Σύμφωνα με τον Γκρεγκουάρ, θεωρείται το αρχαιότερο δημοτικό τραγούδι που διατηρήθηκε στη μνήμη του λαού. Αποτελείται από 201 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και εκδόθηκε για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”